- δάπτω
- δάπτω (Α)1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ' ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» — λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι)2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» — να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη)3. (για σκώρους και σκουλήκια) καταστρέφω, κομματιάζω4. (για δόρυ) κομματιάζω, ξεσκίζω (δόρυ... ὅ τοι χρόα λειριόεντα δάψει» — που θα σού ξεσκίσει την απαλή σάρκα)5. φθείρω, βασανίζω («τύραννος... δάπτει πόλιν», «οἰκτρὰ συμφορὰ δάπτει φρένας»)6. φρ. «δάπτω παρειάν» — θρηνώντας ξεσκίζω τα μάγουλα με τα νύχια.[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. δαπ- (< ΙΕ *dāp-) απαντά στα λατ. daps «ευωχία, συμπόσιο» damnum «δαπάνη» και στον τοχαρ. αόρ. tāp- «τρώω». Το αρχ. ινδ. dāpayati «διανέμω, χωρίζω» παρουσιάζει τόσο μορφολογική όσο και σημασιολογική απόκλιση. Η υποτεθείσα σχέση με το δατέομαι* προσκρούει στην ύπαρξη τού χειλικού -π- στο δάπτω. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τη ρίζα τού δάπτω προέρχονται τα δαπάνη, δαψιλής, δαψιλός].
Dictionary of Greek. 2013.